Everybody has their moment of great opportunity in life. If you happen to miss the one you care about, then everything else in life becomes eerily easy

Πριν από μία βδομάδα βρέθηκα σε ένα γάμο ενός φίλου από το χωριό που έγινε στον τόπο της νύφης στη Βέροια. Παντρεύτηκε την κοπέλα που γνώρισε στην εφηβεία του (στην ουσία τη γνωρίσαμε μαζί σαν παρέα φίλων όταν κάναμε διακοπές στη Ν. Πέραμο κάπου κοντά στο 1997). Ο γάμος δεν είναι το θέμα αυτής τη ιστορίας όμως. Ούτε και ο φίλος μου με την - πλέον - γυναίκα του (να ζήσουν τα παιδιά).

Τότε ήμασταν μια παρέα έξι φίλων και γνωρίσαμε μια άλλη παρέα τεσσάρων κοριτσιών. Μεταξύ τους ήταν η Δ. με την οποία έκανα τον πρώτο μου δεσμό που εμπεριείχε ημίγυμνες στιγμές, ρομαντικές βραδιές στην άμμο, τραγούδια που σημαίναν κάτι, ταξίδια που στα εφηβικά μου μάτια μοιάζανε πολύ μακρινά και ένα τέλος χρωματισμένο με το χάνω-τη-γη-κάτω-από-τα-πόδια-μου χρώμα της προδοσίας όπως την εκλαμβάνει ένας 15χρονος με ροπή προς τον ρομαντισμό. Ούτε η Δ. όμως είναι το θέμα αυτής της ιστορίας.

Μαζί τους στο ίδιο γκρουπ ήταν και η Κ. Με την Κ. κάναμε πάρα πολύ παρέα τότε καθώς οι πιο πολλές κοπέλες ήταν από τη Βέροια ενώ εκείνη περνούσε πολύ καιρό στην Θεσσαλονίκη και ήταν πιο εύκολο να βρισκόμαστε. Ήταν ένα όμορφο και γελαστό κορίτσι με ανοιχτή καρδιά προς όλους...

Μισό. Μισό. Revelation. Σκεφτόμενος τώρα σε δεύτερο χρόνο το τι είχε συμβεί, η Κ. ήταν η πρώτη γυναίκα φίλη που έκανα στη ζωή μου. Και μιλάμε για πραγματική φίλη καθώς οι πριν από τα 15 φιλικές σχέσεις μου περιορίζονταν σε άντρες-αγόρια γιατί τα κορίτσια (i) δεν παίζανε ηλεκτρονικά, (ii) δεν παίζανε μπάλα (iii) ακούγανε Bryan Adams, (iv) διάβαζαν Σούπερ Κατερίνα και (v) καλύπτονταν από εκείνο το μυστηριώδες πέπλο ερωτισμού που δεν ξέρεις πως στο διάολο να διαχειριστείς τη περίοδο που το χνούδι κάνει βόλτες κάτω από τη μύτη σου (ειδικά στην μάτσο τεστοστερονοκοινωνική επαρχία).

Με τη Κ. κάναμε πολύ παρέα. Της έλεγα τα μυστικά μου και μου έλεγε (κάποια από) τα δικά της. Ήξερε τις έγνοιες μου, το τι μου αρέσει, το πλαίσιο του έρωτά μου προς τη Δ. και ένα μεγάλο μέρος από τις σκέψεις μου. Τότε, ανταλλάσσαμε φιλοφρονήσεις και αγάπη χωρίς να σκεφτόμαστε τι σημαίνει πραγματικά. Και το κάναμε με ειλικρίνεια. Ήταν ωραία στα 15. Ήμασταν ελεύθεροι.

Δεν θυμάμαι ακριβώς πως χαθήκαμε. Το περίεργο είναι ότι η υπόλοιπη παρέα μου κράτησε επαφές μαζί της. Όλοι πλην εμού. Δεν θυμάμαι αν χαθήκαμε κάπου εκεί στα φοιτητικά χρόνια ή όταν έφυγα στο εξωτερικό. Το σίγουρο είναι ότι χαθήκαμε. Η Κ. παντρεύτηκε (δεν μπόρεσα να πάω στο γάμο), έκανε παιδί (που δεν έχω δει ακόμη) και έφτιαξε το σπίτι της με τον Γ. στη Θεσσαλονίκη.

Στη Βέροια ήταν η κουμπάρα του γάμου και φορούσε ένα χρυσαφί σατέν φόρεμα. Όταν βρεθήκαμε έκανε παιχνιδιάρικα νάζια, δείχνοντας την ενόχλησή της που δεν έχουμε βρεθεί από τότε που γύρισα στη Θεσσαλονίκη. Πάνω στο χορό μου είπε με βέλη στα μάτια: "Δεν με πειράζει τίποτε άλλο. Παρά μόνο που μου είχες πει πως είμαι αδερφή σου".

--

Το 2007, όταν τελείωνε το μάστερ, περπατούσα στον κρύο αέρα του Εδιμβούργου με τη Λ. Με ρώτησε: "Πιστεύεις ότι θα χαθούμε;". "Ναι", της απάντησα και έτσι έγινε.

--

Οι άνθρωποι περνάνε από δίπλα σου. Σταματάνε λίγο σαν να είσαι φανάρι και προχωράνε πιο πέρα στο δικό τους προορισμό. Τις μεγαλύτερες πιθανότητες να διατηρήσεις μια σχέση με κάποιον τις έχεις με εκείνους που είχατε τις ίδες ή παρόμοιες εμπειρίες ή με εκείνους που είχατε τα ίδια όνειρα. Μα και πάλι... είναι μόνο πιθανότητες.

Αυτό το "έρχομαι-φρενάρω-μιλάω-ζω-οδηγώ-φεύγω" έχει επαναληφθεί πολλές φορές στη ζωή μου.

--

Η Κ. είχε δίκιο. Πραγματικά της είχα πει ότι είναι αδερφή μου τότε. Μα το τότε ήταν τότε. Και το τώρα είναι κάτι πάρα μα πάρα πολύ διαφορετικό. Συγχύστηκα από το σχόλιό της. Μπερδεύτηκα και μου πήρε μέρες για να το εκλογικοποιήσω και να το βάλω στο αρχείο.

Η ετυμηγορία του "Δικαστηρίου της Συνείδησης του Γιάννη" έβγαλε απόφαση και έλεγε το εξής: "Δεν μπορεί κανείς να κατηγορηθεί για τις πράξεις κάποιου άλλου. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για δύο διαφορετικά άτομα τα οποία τυχαίνει να ζουν στο ίδιο σωματικό περίβλημα διαφορετικές χρονικές στιγμές".

Μα αυτό που μένει τώρα αναπάντητο είναι γιατί αυτά τα δύο άτομα επηρεάζουν τόσο πολύ το ένα το άλλο και που χάνεται η ευθύνη τους ενός και ξεκινάει η ευθύνη του άλλου; Επίσης, γιατί ο τώρα Γιάννης να πρέπει να περνάει βράδια σκεφτόμενος μερικά από τα λάθη του τότε Γιάννη; Και ποια υπόσχεση μπορεί ποτέ να έχει αξία όταν κάθε λίγο και λιγάκι αλλάζεις σε κάτι άλλο; Κι αν αλλάζεις τόσο πολύ, γιατί να σε νοιάζει το τι κάνεις λάθος τώρα από τη στιγμή που μπορεί να το δικαιολογήσει το "Δικαστήριο της Συνείδησης του Γιάννη" λίγο πιο μετά... όταν θα είσαι κάποιος άλλος;

--

Υ.Γ. Πόσα υπερατλαντικά ταξίδια χρειάζεται κανείς για να κουραστεί να ταξιδεύει; Θα ξέρω σύντομα την απάντηση.

No comments:

Post a Comment